Ανάθεμα

Ανάθεμα. Αυτό σκεφτόμουν όταν γυρνώντας από τη δουλειά κοντοστάθηκα στα φανάρια σε κάποιο ύψος της Πανεπιστημίου. Είχα φορέσει το ολοκαίνουριο ακριβό μου πανωφόρι και μόλις είχε αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδώς. Έβριζα μέσα μου Θεούς και δαίμονες για τον σκατόκαιρο, για το αυτοκίνητο που είχα παρκάρει μακριά και για κείνη την αύξηση που ήταν στο δρόμο αλλά δεν έφτανε ποτέ. Και έτσι όπως περήφανα λέρωνε το πρόσωπο μου η δήθεν αδιάβροχη, επίσης ακριβά πληρωμένη, μάσκαρα το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε κείνον τον μεσήλικα άστεγο που τυλιγμένος στη λερωμένη κουβέρτα του κοιμόταν αδιαφορώντας για τη μανία της φύσης.
Το υπόστεγο-σπίτι του είχε για περιουσία δυο παλέτες και μια πλαστική σακούλα αδιευκρίνιστου περιεχομένου. Το φανάρι άλλαξε πολλά χρώματα. Η βροχή δυνάμωνε. Οι περαστικοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Και γω κολλημένη στην Πανεπιστημίου δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα άστεγο. Μα ήταν η πρώτη φορά που με φανταστικά στη θέση του. Χωρίς το ακριβό μου πανωφόρι και την άδικο πληρωμένη μάσκαρα. Χωρίς τη δουλειά και το σπίτι μου που περιμένει να κάνω ένα ζεστό ντους και να μαγειρέψω τις αγαπημένες μου ταλιατέλες. Δεν ξέρω τι έφταιγε που έφτασε σ αυτό το σημείο, αλλά ήταν εκεί. Αυτός όχι εγώ. Πέρασα απέναντι και τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής. Άνοιξε τα μάτια. Με κοίταξε και γύρισε από την άλλη.
Φτάνοντας στο σπίτι ο τίγρης έτρεξε και τρίφτηκε στα πόδια μου νιαουρίζοντας από χαρά. Τον πήρα στην αγκαλιά μου και ανάβοντας τους ελβετικούς θερμοπομπούς μου, ψέλλισα συγγνώμη από τους θεούς και τους δαίμονες για όσα δεν χάρηκα και δεν αναγνώρισα στη ζωή μου…
Η Κική Μαυρίδου γράφει ως Rooftop_Lady
@Rooftop_Lady
(Συγγραφέας)